σιγοπερπατώ

σιγοπερπατώ
-άω, Ν
1. περπατώ αργά αργά, ήρεμα
2. περπατώ αθόρυβα, στα νύχια τών ποδιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιγοπερπατώ — περπατώ σιγά: Σιγοπερπατούσαν και κουβέντιαζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”